Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

ΕΠΙΛΟΧΙΑΣ ΣΟΥΜΠΕΡΤ


Από τον τέταρτο τόμο της ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ του Δημοσθένη Κούκουνα, με θέμα "Η Κρήτη υπό Κατοχή":

Ο ΕΠΙΛΟΧΙΑΣ ΣΟΥΜΠΕΡΤ

Γιος – κατά την επικρατέστερη εκδοχή – του πλούσιου καπνέμπορου από τη Σμύρνη Σπυρίδωνος Κωνσταντινίδη, που μετανάστευσε οικογενειακώς στη Γερμανία την εποχή της Μικρασιατικής Καταστροφής, ο Φριτς Σούμπερτ άφησε με τη δράση του τρομακτικές μνήμες στην Κρήτη και αργότερα στη Μακεδονία.
Αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, χρησιμοποιώντας το ελληνικό όνομα Πέτρος ή Τάκης Κωνσταντινίδης, κατάφερε να περιληφθεί μεταξύ των απελευθερωμένων Ελλήνων που κρατούνταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και ανάμεσά τους να επιστρέψει αεροπορικώς. Και πράγματι, όταν ένα συμμαχικό αεροσκάφος έφθασε στις 4 Σεπτεμβρίου 1945 στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας και οι πρώην κρατούμενοι συνωστίζονταν για να περάσουν τον υποτυπώδη έλεγχο των ελληνικών αρχών (ουσιαστικά δήλωναν «καλή τη πίστει» την προσωπική εκδοχή και τα στοιχεία τους, ελλείψει εγγράφων και ταυτοποίησης), ένας αστυνομικός ονόματι Αναστασιάδης τον υποπτεύθηκε με αποτέλεσμα να αναγνωρισθεί στο σκελετωμένο πρόσωπο του Πέτρου ή Τάκη Σπ. Κωνσταντινίδη, που δήλωνε ότι καταγόταν από τη Βέροια, ο διαβόητος Φριτς Σούμπερτ. Ακολούθησαν πρόχειρες ανακρίσεις και δεν χρειάστηκε πολύ για να ομολογήσει την ταυτότητά του, αφού μάλιστα μία Αυστριακή συνταξιδιώτισσά του, χορεύτρια της Όπερας της Βιέννης, που επέστρεφε για να βρει τον Έλληνα σύζυγό της, κατέθεσε καθοριστικά ότι προηγουμένως της είχε παραδεχθεί ότι ήταν Γερμανός.
Στο καίριο ερώτημα, γιατί αποφάσισε να επιστρέψει, αφού ήταν γνωστό τι τον περίμενε, δόθηκε η εντύπωση ότι κάποια ερωτική σχέση ήταν εκείνη που τον υποκίνησε να γυρίσει στην Ελλάδα. Ο Κωνσταντινίδης ή Σούμπερτ και ο Μαξ Μέρτεν είναι δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις ανθρώπων των Γερμανών που αποτόλμησαν να επανεμφανισθούν στη μεταπολεμική Ελλάδα, πιστεύοντας ότι δεν έχουν τίποτε να φοβηθούν – ή, διαφορετικά, υποτιμώντας τη νοημοσύνη των ελληνικών αρχών. Και οι δύο ήταν υπόλογοι για εγκληματικές πράξεις, αλλά είχαν – στο μυαλό τους – ένα κοινό στοιχείο: Πίστευαν ότι, αν χρειαζόταν, θα βρίσκονταν πολλοί να τους υποστηρίξουν, για όσα «καλά» είχαν κάνει. Και για μεν τον Μέρτεν, παρέλασαν από τη δίκη του πρόθυμοι μάρτυρες υπεράσπισης (ανάμεσά τους πολλοί επώνυμοι), ενώ για τον Σούμπερτ, που είχε την ατυχία να μην δικασθεί το 1959 αλλά το 1947, όταν ακόμη όλα ήταν νωπά, οι μάρτυρες που προσήλθαν ήταν καταδικασμένοι σε πολυετείς καθείρξεις ως δοσίλογοι «αντικομμουνιστές» συνεργάτες του, πρόθυμοι όμως να αποστασιοποιηθούν.
Η επιστροφή του Σούμπερτ φαντάζει αψυχολόγητη, είτε είχε ερωτικά ελατήρια είτε απλώς πίστευε πως – μετά τη λαίλαπα των Δεκεμβριανών – πως ό,τι είχε διαπράξει ήταν ...αμνηστευμένο. Ο ίδιος όμως οπωσδήποτε δεν εκτίμησε σωστά ότι θα εύρισκε ασφαλέστερο καταφύγιο στην απελευθερωμένη Ελλάδα παρά στην κατεστραμμένη και κατεχόμενη πλέον Γερμανία. Είχε μείνει με την εντύπωση ότι οι εκατοντάδες «συνεργάτες» του θα είχαν μείνει ακαταδίωκτοι και θα τον στήριζαν.
Το «Εθνικό Απόσπασμα Καταδίωξης Κομμουνιστών» (ΕΑΚΚ), όπως ήταν η ελληνική ονομασία του Σώματος Σούμπερτ[1], το οποίο τυπικά είχε ιδρυθεί τον Οκτώβριο 1943, κάθε άλλο παρά ισχυρό ήταν μετά την Απελευθέρωση, αφού είχε αυτοδιαλυθεί αρκετά νωρίτερα. Επρόκειτο για μια μικρή παραστρατιωτική οργάνωση στην Ανατολική Κρήτη, που την αποτελούσαν Έλληνες που δήλωναν γερμανόφιλοι ή ήταν πρώην ποινικοί κρατούμενοι. Οι Σουμπεραίοι ή Σουμπερίτες ήταν ο φόβος και ο τρόμος λόγω των θηριωδών μεθόδων που μετέρχονταν. Η συμπεριφορά τους ήταν τέτοια που ακόμη και για τους Γερμανούς ήταν απαράδεκτη, ώστε – όταν εξαντλήθηκε η υπομονή των τελευταίων – τους έδιωξαν από την Κρήτη[2].
Έχει αναφερθεί ότι ο Σούμπερτ, κατά το διάστημα που ζούσε στη Γερμανία πριν από τον πόλεμο, είχε γίνει μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος και ότι από την ιδιότητά του αυτή αντλούσε δύναμη. Ωστόσο, αυτό το στοιχείο δεν είναι επιβεβαιωμένο. Το βέβαιο είναι ότι εμφανίστηκε στην πρώτη περίοδο της Κατοχής της Κρήτης στο Ρέθυμνο, ως διερμηνέας του Γερμανού φρουράρχου της περιοχής. Εκτός από την καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας, που όμως την πρόφερε με βαριά προφορά, γνώριζε και την τουρκική, γεγονός στο οποίο οφειλόταν το προσωνύμιο που του είχαν δώσει οι Έλληνες κάτοικοι της περιοχής: ο «Τούρκος». Φορούσε στολή υπαξιωματικού της Βέρμαχτ, είχε τον βαθμό του επιλοχία, επειδή προφανώς δεν είχε τα προσόντα για να γίνει έφεδρος αξιωματικός, και για ένα διάστημα είχε αντικαταστήσει τον Χάρτμαν[3] ως επικεφαλής του γερμανικού δικτύου αντικατασκοπίας στην Κρήτη.
Ως «εναρκτήρια» δράση του Φριτς Σούμπερτ αναφέρεται ο φόνος του Π. Παπαδάκη στις 27 Αυγούστου 1941 στο Όρος Ρεθύμνης, αφού προηγήθηκαν βασανιστήρια του άτυχου θύματος, με την κατηγορία ότι έκρυβε Άγγλους. Επανεμφανίστηκε τον Ιούνιο 1942, αφού προηγουμένως με διαταγή του καπετάν Μπαντουβά είχαν γίνει εκτελέσεις διαφόρων Ελλήνων κατηγορουμένων ως δοσιλόγων σε διάφορες περιοχές της Κρήτης. Είναι γνωστό ότι τότε οι Γερμανοί αντέδρασαν βίαια για τις εκτελέσεις των συνεργατών τους και η επανεμφάνιση του Σούμπερτ είχε σκοπό εκδικητικό.
Την εποχή εκείνη ο Σούμπερτ σκότωσε τον δάσκαλο Ι. Μανουσάκη και τον Μ. Γρυπάρη με την κατηγορία υπόθαλψης Άγγλων, τον Εμμ. Μακράκη επειδή έκρυβε όπλα, καθώς και τον Μ. Μαυρουδή. Στις 26 Ιουνίου 1942 σκότωσε στο χωριό Αυγενική τους Α. Τζιράκη, Ι. Ξυλούρη, Μ. Λυδάκη και Ελ. Λυδάκη ως συγγενείς ανταρτών. Επόμενη κίνησή του εντοπίζεται στον Άγιο Σύλλα τον άλλο μήνα, όταν βασάνισε τον Ε. Καραγιωργάκη (τον οποίο σκότωσαν δύο Ιταλοί, ύστερα από παρότρυνση του Σούμπερτ) και άλλους χωρικούς, ενώ έκαψε επτά σπίτια.
Προηγουμένως, τα ξημερώματα της 9ης Ιουλίου, ο Σούμπερτ επικεφαλής μικτής διλοχίας, που την αποτελούσαν Γερμανοί και χωροφύλακες, είχε κυκλώσει το λημέρι της ομάδας του καπετάν Πετρακογιώργη, στη θέση Παπά-Πέραμα (Τεμενένι) βάσει πληροφοριών που είχε η γερμανική μυστική αστυνομία. Ο Πετρακογιώργης σώθηκε ως εκ θαύματος, καθώς έτυχε να επιχειρήσει τη διαφυγή του από τη μεριά που βρίσκονταν οι χωροφύλακες του αποσπάσματος, οι οποίοι σιωπηρά τον άφησαν να περάσει. Ωστόσο μαζί με τους χωροφύλακες ήταν οι περιβόητοι αδελφοί Τζουλιά, οι οποίοι είχαν προσωπικές διαφορές με τον υπενωμοτάρχη Στ. Περάκη, αντάρτη του Πετρακογιώργη, που τον συνέλαβαν. Ο Περάκης παραδόθηκε στον Σούμπερτ, ο οποίος τον βασάνισε σκληρά και τελικά, αφού φυλακίστηκε για ένα διάστημα στο Ηράκλειο, αφέθηκε ελεύθερος[4]. Η επιχείρηση είχε σχεδιασθεί από τον λοχαγό Χάρτμαν, ο οποίος είχε αναθέσει την εκτέλεσή της στον Σούμπερτ.
Για έναν ολόκληρο χρόνο τα ίχνη του Σούμπερτ χάνονται, όπως είχε συμβεί και στο δεκάμηνο Αυγούστου 1941 – Ιουνίου 1942. Είναι πιθανόν ότι σ’ αυτές τις περιόδους ασχολήθηκε αποκλειστικά με μυστική δράση και ίσως κρύβοντας την πραγματική του ταυτότητα με τη χρήση άλλων ψευδωνύμων, ενώ μετά τον Ιούνιο 1942 χρησιμοποιήθηκε για συλλογή πληροφοριών σχετικά με τη δράση των ανταρτών.
Τελικά, εμφανίστηκε τον Αύγουστο 1943 στο χωριό Ροδάκινο και έκαψε δώδεκα σπίτια που ανήκαν σε υπόπτους ως αντάρτες. Επειδή όμως είχε διαρρεύσει προφανώς η πληροφορία και οι άντρες του χωριού δεν ήταν παρόντες, εκτέλεσε τρεις γέροντες (τους Χ. Λουκογιάννη, Ν. Λουκογιάννη και Σ. Φρόνιμο), καθώς και τη Σμαράγδω Καπετανάκη, που την έκαψε ζωντανή μέσα σε φούρνο! Στις 14 Αυγούστου 1943 σκότωσε τους Νικόλαο και Ηλία Μπομπολάκη στις Βουκολιές με την κατηγορία ότι άκουγαν κρυφά ελληνικές εκπομπές του εξωτερικού. Στις 13 Σεπτεμβρίου εκτέλεσε επίσης στις Βουκολιές τον Μ. Χριστοδουλάκη με την κατηγορία ότι έκρυβε όπλα.
Στις 23 Αυγούστου πήγε στις φυλακές Χανίων και παρέλαβε τρεις Έλληνες υπόδικους για φόνους άλλων Ελλήνων. Τους οδήγησε σε ερημικό σημείο και τους εκτέλεσε. Κάτι ανάλογο έπραξε και στις 25 Σεπτεμβρίου από τις φυλακές Ηρακλείου, όπου πήγε και παρέλαβε τέσσερις άλλους, ομοίως υπόδικους. Η παραλαβή Ελλήνων υποδίκων, που προφανώς ανήκαν σε αντιστασιακές ομάδες, έγινε για να τιμωρηθούν οι εκτελεστές ανθρώπων που ανήκαν στην υπηρεσία του Σούμπερτ.
Από τον Οκτώβριο του 1943, οπότε ανέλαβε τη δίωξη των ανταρτών και την ανακάλυψη οπλισμού, συγκροτήθηκε επίσημα το παραστρατιωτικό σώμα του Σούμπερτ με τη συμμετοχή αποκλειστικά Κρητικών που είτε ήταν δεδηλωμένοι γερμανόφιλοι είτε βρίσκονταν σε προσωπική βεντέτα με επικεφαλής ανταρτικών ομάδων. Πολλοί απ’ αυτούς προέρχονταν από τον Κρουσώνα και τουλάχιστον δύο μεγάλες και γνωστές οικογένειες της περιοχές πήραν μέρος στο σώμα. Η έδρα του σώματος ήταν στο ξενοδοχείο Αντωνακάκη του Ηρακλείου, όπου στρατωνίζονταν οι άνδρες του.
Οι «σουμπεραίοι», που φορούσαν γερμανικές στολές χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, επιτέθηκαν στο χωριό Καλή Συκιά, συνέλαβαν 12 γυναίκες για υποστήριξη ανταρτών, έκαψαν τα σπίτια τους και τις τουφέκισαν ή τις έριξαν ζωντανές στη φωτιά. Την ίδια τύχη είχαν και πέντε άνδρες του ίδιου χωριού. Τον ίδιο μήνα το σώμα επέδραμε (αυτή τη φορά με συμμετοχή τμημάτων της γερμανικής μυστικής αστυνομίας) και κατά του χωριού Καλλικράτη Σφακίων, όπου σκότωσε 17 άνδρες και 11 γυναίκες, ενώ πυρπόλησε 81 σπίτια. Η επόμενη επιδρομή αφορούσε το χωριό Καλοί Λάκκοι, οι κάτοικοι του οποίου είχαν εγκαίρως απομακρυνθεί και εξαφανισθεί, αλλά λεηλατήθηκαν τα σπίτια τους. Στη συνέχεια οι άνδρες του Σούμπερτ κατευθύνθηκαν στο Μουρί, όπου σκότωσαν πέντε χωρικούς, έναν εκ των οποίων, τον Ι. Τσιρικάκη, ο Σούμπερτ τον τύφλωσε πριν τον εκτελέσει.
Έγιναν πολλές προσπάθειες για να εκτελεσθεί ο Φριτς Σούμπερτ, ιδιαίτερα αφότου ανέλαβε την ηγεσία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ο συνταγματάρχης Κοντεκάς, διαδεχόμενος τον Μάντακα, χωρίς όμως θετικό αποτέλεσμα. Ο σκληρός Ελληνογερμανός επιλοχίας έπαιρνε ιδιαίτερα μέτρα ασφαλείας. Ζούσε σ’ ένα οχυρωμένο σπίτι στο Ηράκλειο, περιτριγυρισμένο από μια υδάτινη τάφρο, ενώ σε κάθε του κίνηση συνοδευόταν από σωματώδεις σωματοφύλακες, οι οποίοι κυρίως κατάγονταν από τον Κρουσώνα.
Ένας απ’ αυτούς, ο λιποτάκτης Μπαλτζάκης, πείσθηκε από τους ορκισμένους αντιπάλους του Σούμπερτ ότι θα του δινόταν αμνηστεία αν δεχόταν να τον εκτελέσει. Ωστόσο ο Μπαλτζάκης δεν το αποτόλμησε, αλλά προτίμησε να αποτραβηχθεί από το Σώμα Σούμπερτ, συνοδευόμενος και από έναν άλλον. Προηγουμένως ο Μπαλτζάκης, που είχε υποστεί ειδική εκπαίδευση σαμποτέρ από τους Συμμάχους στη Μέση Ανατολή και είχε σταλεί ως μέλος ομάδας δολιοφθορών στην Κρήτη, είχε εντοπισθεί και συλληφθεί από τον Σούμπερτ. Τότε άλλαξε στρατόπεδο και εντάχθηκε στο Σώμα Σούμπερτ, πρωταγωνιστώντας σε έρευνες για αντάρτες του Μπαντουβά. Σχετικά αναφέρεται σε βρετανική έκθεση[5]:
«Έκανε [ο Σούμπερτ] περισσότερα από 100 εγκλήματα, τα πιο πολλά στο χωριό Κρουσώνα. Χαρακτηριστικό της εγκληματικής αυτής ομάδας ήταν η κτηνωδία και η αιμοβόρα βαρβαρότητα.
Μετά τα συμβάντα στον Τζιλίβδικα, υπό την προστασία γερμανικών μονάδων, η ομάδα αυτή των προδοτών κατέστρεψε τα χωριά Καλλικράτης και Καλή Συκιά στους πρόποδες του βουνού. Μεταξύ των άλλων βαρβαροτήτων που διέπραξε, έκαυσαν τις γυναίκες και τα παιδιά, σπρώχνοντας τις γυναίκες και πετώντας τα παιδιά στις φλόγες των σπιτιών τους, όπου καίγονταν ζωντανές, διασκεδάζοντας με το φρικτό θέαμα. Οι θηριωδίες αυτές συνεχίσθηκαν σ’ όλη την Κρήτη τους επόμενους τρεις μήνες, με επιδρομές στα χωριά για ανακάλυψη κρυμμένων όπλων και εκτέλεση κάθε ωμότητας που απαιτούσαν απ’ αυτούς οι Γερμανοί αφέντες τους. Μεταξύ των άλλων βδελυρών κατορθωμάτων τους ήταν και το τσάκισμα των χωρικών, δέρνοντάς τους, των χωριών Κρότου και Μιαμού, αφού ανακάλυψαν, κατόπιν προδοσίας, ότι χρησιμοποιούσαν την απαγορευμένη γι’ αυτούς ακτή ΤΙΝ (Τσούτσουρα – Τρεις Εκκλησιές).
Με κοινή απόφαση οι κάτοικοι πολλών περιοχών αποφάσισαν να οργανωθούν καλύτερα και ν’ αντιμετωπίσουν δυναμικά τον Σούμπερτ και την ομάδα του, όταν θα ερχόταν στην περιοχή τους. Αυτοί όμως προτιμούσαν να κηρύττουν απαγορευμένες αυτές τις επικίνδυνες γι’ αυτούς περιοχές και να κτυπούν, οι εξωμότες, τους προσωπικούς εχθρούς τους και να κάνουν πλιάτσικο στις πλούσιες αγροικίες των πεδινών περιοχών του Ηρακλείου».
Η δράση του Σώματος Σούμπερτ στην Κρήτη κυρίως εντοπίζεται στους τελευταίους μήνες του 1943, όταν – μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών – είχε εξαρθεί η αντιανταρτική δράση εκ μέρους των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ίδια εποχή είχε ενταθεί σε όλη την Ελλάδα η διαμάχη μεταξύ των δύο κυρίων πόλων της Εθνικής Αντίστασης με αφορμή τη μονοπώληση του αγώνα. Έτσι και στη μεγαλόνησο, είχε διαμορφωθεί μια αντικομμουνιστική τάση, ανάλογη εκείνης που ενέπνευσε την ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας στην Αθήνα και αλλού. Με πρωταγωνιστική πρωτοβουλία του υπουργού γεν. διοικητή Κρήτης Ιω. Πασσαδάκη και άλλων τοπικών παραγόντων, επιχειρήθηκε η συγκρότηση της Αντικομμουνιστικής Οργάνωσης Κρήτης, στο πλαίσιο της οποίας επρόκειτο να συγκροτηθούν τρία αντίστοιχα ελληνικά τάγματα με ανάμιξη του αντισυνταγματάρχη Πλεύρη[6], αλλά τελικά δεν έγιναν.
Η απομάκρυνση του Σούμπερτ από την Κρήτη φαίνεται ότι κατεύνασε την αντίδραση του πληθυσμού έναντι των Γερμανών, όπως επεσήμαναν και οι ίδιοι οι Άγγλοι, θεωρώντας ότι στη συνέχεια «είχαν περισσότερες επιτυχίες με την έξυπνη προπαγάνδα που ακολούθησαν».
Ο Γερμανός διοικητής του Φρουρίου Κρήτης στρατηγός Μπρούνο Μπρόιερ έχει αναφέρει στην απολογία του, όταν δικαζόταν στα τέλη του 1946 στην Αθήνα ενώπιον του ειδικού δικαστηρίου εγκληματιών πολέμου:
«...Και τώρα θα ασχοληθώ με την υπόθεσιν Σούμπερτ. Όταν συνηντήθην με τον λοχαγόν Κρόιτς, μου είπε να καταρτίσομε μίαν ομάδα διά την καταδίωξιν των ανταρτών. Η διαταγή ιδρύσεως της ομάδος του Σούμπερτ προέρχεται ή από τον Λοχαγόν Κρόιτς ή από το τμήμα της Μυστικής Αστυνομίας. Ποτέ ένας διοικητής δεν ημπορεί να διατάξει ένα τέτοιο γεγονός. Οι μάρτυρες δεν αναφέρουν καλώς τα υπό του Σούμπερτ διαπραχθέντα εις τα Μεσκλά, όπου εφονεύθησαν επτά άτομα της ομάδος Σούμπερτ. Δεν ήτο ο Σούμπερτ εκεί, αλλά μόνον οι άνδρες του. Μετά από την δράσιν του Σούμπερτ, ορισμένοι κάτοικοι μου έκαναν παράπονα, τότε εκάλεσα τον Λοχαγόν Κρόιτς και τον Σούμπερτ και τους είπα να περιορισθούν εις την καταπολέμησιν των ζωοκλεπτών και εις την βοήθειαν των γερμανικών στρατευμάτων διά την καταπολέμησιν των ανταρτών. Κατά τα μέσα Δεκεμβρίου [1943] έλαβα την απόφασιν να διαλύσω την ομάδα Σούμπερτ και να εκτοπίσω τον Κρόιτς. Η ανωτέρω διαταγή εδόθη την 14 Δεκεμβρίου...».
«Στο Σώμα του κ. Σούμπερτ υπήρχε ασφάλεια επί Κατοχής», είχε καταθέσει ένας Κρητικός μάρτυρας κατά τη δίκη του θηριώδους επιλοχία. Επρόκειτο για τον Χαρ. Δελημπασάκη, ήδη τότε καταδικασμένο σε ισόβια, ο οποίος είχε υπηρετήσει υπό τις διαταγές του και ο οποίος έδειχνε απεριόριστο σεβασμό προς τον άλλοτε προϊστάμενό του, ακόμη και μετά την πλήρη απελευθέρωση της χώρας! Οι συνθήκες ήταν καλές, πρόσθεσε, αλλά ο μόνος κίνδυνος ήταν ότι ένας «σουμπεραίος» θα μπορούσε να εκτελεσθεί αν επιχειρούσε να αποστατήσει!
Άλλοι πρώην συνεργάτες του, που εν τω μεταξύ είχαν επίσης καταδικασθεί από τα ελληνικά δικαστήρια σε ισόβιες καθείρξεις, όπως οι Γ. Μαραβελάκης και Στ. Συντιχάκης, επέδειξαν λιγότερο σεβασμό έναντι του Σούμπερτ και κατέθεσαν ότι είχαν καταταγεί διά της βίας. Ο Μιχ. Παναγιωτάκης από το χωριό Άγιοι Δέκα Ηρακλείου, καταδικασμένος ο ίδιος σε ειρκτή 12 ετών πλέον, κατέθεσε ότι ο Σούμπερτ είχε πρωτοεμφανισθεί στην κοινότητα Δύο Χωρίων, της οποίας ο ίδιος ήταν διορισμένος ως γραμματέας, τον Ιούνιο 1942, συνοδευόμενος από τέσσερις συνεργάτες του και απαίτησε όπως μέσα σε μια ώρα να του παραδοθούν 25 όπλα, λέγοντας ότι διαφορετικά «θα κάνω ό,τι έκανα στον Μακρυμανώλη στο χωριό Στόλους», στήνοντας τον πρόεδρο, τον παπά και τον γραμματέα στο ντουβάρι.
Ένας άλλος συνεργάτης του Σούμπερτ, ο Κ. Καμπατάκης, μόλις 20 ετών τότε από το Ηράκλειο Κρήτης, καταδικασμένος και αυτός σε ειρκτή 10 ετών ως δοσίλογος, είχε καταθέσει πώς γνωρίστηκε μαζί του στα κρατητήρια Ηρακλείου τον Νοέμβριο 1943. Υποστήριξε ότι ήταν φυλακισμένος εκεί, ύστερα από καταγγελίες άλλων «σουμπεραίων» και εξαναγκάστηκε να δεχθεί να συνεργασθεί και αυτός προκειμένου να απελευθερωθεί. Ωστόσο, κατά την κατάθεσή του στη δίκη Σούμπερτ, «προσπάθησε να αποσείσει την ευθύνη την αρχηγίας του σώματος από τον Σούμπερτ», υποστηρίζοντας ότι σε ορισμένες περιπτώσεις εκείνος που αποφάσιζε για την τύχη των συλλαμβανομένων από τη συμμορία δεν ήταν ο Ελληνογερμανός επιλοχίας, αλλά ο Γεώργιος Τζουλιάς. Ο μάρτυρας αυτός είπε ακόμη[7]:
«...[ο Τζουλιάς] ήτο αρχηγός μαζί με ένα άλλον και ο Σούμπερτ ήτο γενικός αρχηγός και έδιδε την κατευθυντήριον γραμμήν. Το τάγμα το είχε ιδρύσει ο ίδιος ο Σούμπερτ συγκεντρώσας από τας φυλακάς πάσης φύσεως εγκληματίας, ως και έναν που είχε σκοτώσει τον πατέρα του. Ο Σούμπερτ ήτο ανεξέλεγκτος και μόνον εκ των υστέρων ενέκριναν οι γερμανικές αρχές τις πράξεις του... Είχε πολλούς πράκτορας και καταδότας. Ενήργει δε κατά τόσον εγκληματικόν τρόπον, ώστε τον εφοβήθησαν και οι Γερμανοί και διά να μη επαναστατήσουν οι Κρήτες τον έστειλαν αργότερον εις την Μακεδονίαν».
Αξιοσημείωτο είναι ότι στη δίκη Σούμπερτ, που έγινε στην Αθήνα τον Ιούλιο 1947, κατέθεσαν αρκετοί από τους πρώην συνεργάτες του και εξιστόρησαν με λεπτομέρειες τη δράση του παραστρατιωτικού σώματος. Στην απολογία του ο Φριτς Σούμπερτ υποστήριξε ότι το σώμα του ιδρύθηκε με ειδική έγγραφη διαταγή του Γερμανού διοικητή του Φρουρίου Κρήτης και ότι αυτό είχε δύο ξεχωριστές υπηρεσίες: την ομάδα της μυστικής αστυνομίας και την ομάδα αντικατασκοπίας. Ισχυρίσθηκε ότι το σώμα του υπαγόταν απευθείας στη Φελντ Ζανταρμερί, η οποία είχε και την ευθύνη των ενεργειών, ενώ ο ίδιος περιοριζόταν απλώς στη στρατολόγηση μελών. Πρόσθεσε δε ότι κατά το τελευταίο στάδιο της παραμονής του στην Κρήτη ήταν απρόθυμος για τρομοκρατική δράση κατά του τοπικού πληθυσμού και ότι δεν είχε τη γενική ευθύνη, διότι αρχηγοί ήταν ο Γεώργ. Τζουλιάς και ο Χρ. Κουράκης, ενώ ο ίδιος ήταν απλώς διερμηνέας. Αποτέλεσμα αυτής της συμπεριφοράς του ήταν να τον επιπλήξει ο στρατηγός Μπρόιερ και να διατάξει τη γερμανική μυστική αστυνομία να τον συλλάβει. Κρατούμενος ων, συνέχισε, του έκαναν ...ενέσεις αποβλάκωσης και ύστερα τον έκλεισαν για ένα μικρό διάστημα στο τρελοκομείο Αθηνών, από όπου στη συνέχεια στάλθηκε στη Μακεδονία ως διερμηνέας.
Επρόκειτο βέβαια για μια απόπειρα να απεκδυθεί των ευθυνών του, δεδομένου ότι στη Μακεδονία βρέθηκε μαζί με τους Κρητικούς συνεργάτες του, που είχαν ως επικεφαλής τους Γερμανάκη, Καπετανάκη και Οικονομάκη, όπου διαπράχθηκαν άλλα εγκλήματα στο Ασβεστοχώρι, στον Χορτιάτη κ.α. Ο Σούμπερτ δεν παραδέχθηκε ποτέ ότι ο ίδιος ήταν υπεύθυνος για τη δράση των ανδρών του, ούτε ότι προσωπικά είχε οποιαδήποτε συμμετοχή σε φόνους και βασανιστήρια. Ωστόσο, το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο για περισσότερους από 250 φόνους Ελλήνων πολιτών, καταδικάσθηκε σε θάνατο και εκτελέσθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1947 στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης. Πριν μεταφερθεί στον τόπο της εκτέλεσης, κλήθηκε Άγγλος ιερέας και τον μετέλαβε[8], ενώ φέρεται να έγραψε ένα γράμμα προς την κόρη του, που ζούσε στη Γερμανία, ζητώντας της να εκδικηθεί τον «άδικο θάνατό» του.
Κατά τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, ο οποίος – ως γνωστόν – είχε πρωταγωνιστικό ρόλο, παρά τη νεαρή τότε ηλικία του, στο αντιστασιακό κίνημα της Κρήτης, ως αιτία της απομάκρυνσης του Σούμπερτ και των ανδρών του από την Κρήτη αναφέρεται ότι ο Ελληνογερμανός επιλοχίας ήταν «ασύδοτος και έκανε ό,τι ήθελε», ενώ «εις το Ηράκλειον ο Σούμπερτ εξέδωκεν ανακοίνωσιν με ύφος αρχιστρατήγου, πράγμα που ασφαλώς εξηνάγκασε τας γερμανικάς αρχάς και τον εξεδίωξαν εκ Κρήτης»[9]. Με εντολή του Μανώλη Μπαντουβά, σύμφωνα με την αφήγηση του καπετάνιου[10], οι αδελφοί Πατεράκη οργάνωσαν μια επίθεση κατά των «σουμπεραίων» στα Μεσκλά, όπου εκτελέσθηκαν επτά άνδρες του Σούμπερτ[11]. Αυτή ήταν η τελευταία εμφάνισή τους στην Κρήτη.
Στις 11 Ιανουαρίου 1944 ο Σούμπερτ και οι άνδρες του εγκατέλειψαν την Κρήτη. Προηγουμένως ο στρατηγός Μπρόιερ τον είχε επιπλήξει για τις αγριότητές τους στην Καλή Συκιά[12]. Το σώμα του Σούμπερτ, παρά την πρόσκαιρη δυσμένεια του αρχηγού του, τελικά μεταφέρθηκε στη Μακεδονία, όπου διέπραξε άλλη σειρά εγκληματικών πράξεων, που αναφέρονται σε άλλο σημείο. Από εκεί, ωστόσο, πολλοί Κρητικοί «σουμπεραίοι» κατόρθωσαν να διαφύγουν από την Ελλάδα πριν από την αποχώρηση των Γερμανών και είναι πολλοί εκείνοι που εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Γερμανία για να επανέλθουν διακριτικά στην Ελλάδα όταν οι κατηγορίες που τους αφορούσαν είχαν αμνηστευθεί. Όσοι όμως δεν θέλησαν να φύγουν και εντοπίσθηκαν, υπέστησαν τις ανάλογες κυρώσεις από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές, ενώ σημειώθηκαν και αυτοδικίες.
Πλην του Σούμπερτ, ανάλογη τρομοκρατική δράση είχε παρουσιάσει για ένα διάστημα (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1943) στην περιοχή Ρεθύμνου και Αποκορώνου ένας Αλβανός, ονόματι Ιμπραήμ. Ο ίδιος είχε δολοφονήσει στη Θεσσαλονίκη το 1934 τον πρώην υπουργό της Αλβανίας Χασάν Πριστίνα[13].

[1] Η γερμανική ονομασία του ήταν Jagdkommando Schubert.
[2] Ο συγγραφέας Γιάννης Τσίβης (Χανιά, Κατοχή και Αντίσταση, Εκδ. Γνώση, Αθήνα 1985, σελ. 73-74) δίνει μυθική διάσταση στον Ελληνογερμανό επιλοχία και το σώμα του, παρουσιάζοντάς τον ως προσωπικό εντολοδόχο του Χίτλερ για να διαπράττει εγκλήματα στην Κρήτη. «Είχε εξουσιοδότηση από τον ίδιο τον Χίτλερ», αναφέρει, χωρίς όμως να τεκμηριώνει την αποκάλυψη αυτή.
[3] Ο περίφημος Χάρτμαν, για τον οποίο αναφέρεται ότι το πραγματικό του όνομα ήταν Ρομπέρτο Ρουγκέρο και ότι είχε γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη, ήταν αξιωματικός της Άμπβερ και έδρευε στο Ηράκλειο.
[4] Βλ. Γ. Χαροκόπου, Η απαγωγή του στρατηγού Κράιπε, γ΄ έκδ., Αθήνα 1982, σελ. 105-106. Κατά τον συγγραφέα, που είχε συμμετάσχει στην απαγωγή, αν τότε «ο Χάρτμαν είχε πετύχει την σύλληψη ή εξόντωση του Πετρακογιώργη, το πλήγμα κατά της Αντιστάσεως θα ήταν δεινό, με απρόβλεπτες συνέπειες».
[5] Τζακ Σμιθ, σελ. 74-76.
[6] Τζακ Σμιθ, σελ. 83.
[7] Εφημερίδα Ελευθερία, 30 Ιουλίου 1947.
[8] Εφημερίδα Ελευθερία, 23 Οκτ. 1947. Στον Άγγλο ιερέα ο Σούμπερτ είπε πριν οδηγηθεί στο απόσπασμα: «Η Γερμανία ζει και δεν πεθαίνει. Εύχομαι να ξαναγίνει μεγάλη για να μπορέσει να ξεπληρώσει όσα υποφέρει σήμερα». Αν όντως ευσταθεί το γεγονός ότι είχε ελληνική καταγωγή, με το να μην δεχθεί Έλληνα ιερέα και φυσικά με το να κάνει μια τέτοια δήλωση, δείχνει ότι είχε εγκαταλείψει κάθε ίχνος ελληνικής συνείδησης...
[9] Βλ. σελ. 312. Η άποψη του Κ. Μητσοτάκη διατυπώθηκε κατά την κατάθεσή του ως μάρτυρα στη δίκη των Γερμανών στρατηγών Μπρόγιερ και Μύλλερ.
[10] Σανουδάκη, σελ. 352-353. Το επεισόδιο των Μεσκλών έγινε την Πρωτοχρονιά του 1944, ενώ ο Μπαντουβάς είχε εγκαταλείψει την Κρήτη ήδη από τις 28 Νοεμβρίου 1943. Κατά την πιθανότερη εκδοχή, η συναίνεσή του προς τους αδελφούς Πατεράκη είχε δοθεί πριν φύγει ο Μπαντουβάς για τη Μέση Ανατολή.
[11] Τα ακριβή περιστατικά της υπόθεσης των Μεσκλών δεν είναι απόλυτα αποσαφηνισμένα. Ο Γιάννης Τσίβης, του οποίου η αξιοπιστία σε άλλα θέματα δεν είναι επιβεβαιωμένη, δίνει μια άλλη εικόνα, κάνει λόγο για οκτώ και όχι για επτά θύματα, ενώ προσθέτει και την παρουσία του Σούμπερτ αυτοπρόσωπα, ενώ εξουδετερώνει τον ισχυρισμό του Μπαντουβά ότι εκείνος είχε κατευθύνει τους αδελφούς Πατεράκη για το όλο εγχείρημα, τους οποίους μάλιστα ούτε καν αναφέρει ότι πήραν μέρος. Σύμφωνα με την εκδοχή Τσίβη (ό.π., σελ. 74-76):
«...Η άφιξη του Σούμπερ στα Χανιά χαροποίησε μόνο τους χαφιέδες και τους λίγους συνεργάτες των Γερμανών. Οι καταδότες έτρεξαν και πληροφόρησαν τον Σούμπερ, για την αντάρτικη ομάδα του χωριού Μεσκλών Κυδωνίας. Ο Σούμπερ καυχήθηκε πως σε μικρό χρονικό διάστημα θα διαλύσει την ομάδα αυτή και θα τιμωρήσει παραδειγματικά τα μέλη της. Για να αιφνιδιάσει τους αντάρτες, σοφίστηκε το εξής τέχνασμα: Μια ομάδα, από δεκαπέντε προδότες, μ’ επικεφαλής τους το Σούμπερ, την Πρωτοχρονιά του έτους 1944 ξεκίνησε πολύ πρωί, από τα Χανιά, μ’ ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο για το χωριό Μεσκλά Κυδωνίας. Όταν το αυτοκίνητο, με το Σούμπερ και την συμμορία του, πλησίασε στην είσοδο του χωριού και σ’ αρκετή απόσταση από την γέφυρα, τρεις από την ομάδα του Σούμπερ, άοπλοι, προχώρησαν στο κέντρο του χωριού. Οι υπόλοιποι δώδεκα και ο Σούμπερ παράμειναν στ’ αυτοκίνητο.
Οι τρεις αυτοί προχώρησαν άοπλοι ως τα καφενεία του χωριού όπου ζήτησαν από τους εκεί Μεσκλιανούς να τους οδηγήσουν στο σπίτι του Νίκου Μπατάκη που θα ’θελαν – λέει – να τον δουν. Ο Ν. Μπατάκης γρήγορα ειδοποιήθηκε και όταν παρουσιάστηκε στους τρεις, αυτοί του είπαν: Πως και οι τρεις τους ήταν από το Ηράκλειο, μέλη της αντάρτικης ομάδας του Μπαντουβά. Πως η ομάδα αυτή διαλύθηκε, γιατί τον αρχηγό της τον πήραν οι Άγγλοι στη Μέση Ανατολή. Πως οι τρεις αυτοί κατάφεραν να φτάσουν στα Χανιά, κυνηγημένοι από τους Γερμανούς. Και πως έχουν επιθυμία, να βρουν την αντάρτικη ομάδα των Μεσκλιανών, να ενταχθούν σ’ αυτήν και να συνεχίσουν τον αγώνα ενάντια στους Γερμανούς.
Η οργάνωση όμως του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ των Χανίων παρακολουθούσε τις κινήσεις του Σούμπερ και των χαφιέδων του και πολύ έγκαιρα πήραν την πληροφορία, πως σκοπός του Σούμπερ ήταν να χτυπήσει την αντάρτικη ομάδα.
Όλες τις σχετικές πληροφορίες που είχαν οι Νομαρχιακές Επιτροπές του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ των Χανίων τις είχαν μεταβιβάσει στην αντάρτικη ομάδα των Μεσκλών και για τον λόγον αυτόν, ο Νικόλαος Μπατάκης και τ’ άλλα μέλη της ομάδας, όταν άκουσαν, όσα τους είπαν οι τρεις άγνωστοι, τους υποψιάστηκαν. Χωρίς καθυστέρηση τους απομόνωσαν, τους έψαξαν και βρήκαν πάνω τους τις γερμανικές ταυτότητες, με τις οποίες τους είχε εφοδιάσει ο Σούμπερ. Εξαιτίας των γερμανικών ταυτοτήτων που κρατούσαν οι τρεις αυτοί πολύ γρήγορα αναγκάστηκαν να ομολογήσουν τον σκοπόν της επίσκεψής τους, το σχέδιο που είχε καταστρώσει ο Σούμπερ για να παγιδεύσει την αντάρτικη ομάδα των Μεσκλιανών και πως ο Σούμπερ βρίσκεται έξω από το χωριό με δώδεκα οπλισμένους. Χωρίς καμιά καθυστέρηση, όταν οι αντάρτες και οι κάτοικοι των Μεσκλών έμαθαν τα παραπάνω, όλοι χύθηκαν σαν αετοί, κτύπησαν τους δώδεκα και τον Σούμπερ που βρίσκονταν στ’ αυτοκίνητο, έξω από το χωριό. Από τους δώδεκα, οι αντάρτες σκότωσαν τρεις και δυο έπιασαν ζωντανούς. Οι υπόλοιποι επτά και ο Σούμπερ κατάφεραν να διαφύγουν με το αυτοκίνητο και να σωθούν.
Οι δυο που πιάστηκαν ζωντανοί και οι τρεις που παρουσιάστηκαν, σαν Ηρακλειώτες της ομάδας Μπαντουβά, οδηγήθηκαν στη θέση Βούλισμα των Λευκών Ορέων. Εκεί συνεδρίασε το Ανταρτοδικείο. Οι πέντε αυτοί προδότες καταδικάστηκαν σε θάνατο και τουφεκίστηκαν. Τα πτώματά τους τα πέταξαν σ’ ένα από τους απύθμενους Ντάφκους των Λευκών Ορέων...».
[12] Τζακ Σμιθ, ό.π., σελ. 81.
[13] Βλ. Τζακ Σμιθ Χιουζ, Απόρρητη αναφορά της δράσεως της SOE στην Κρήτη 1941-45, εκδ. Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα 1991, σελ. 182.

ΚΥΝΣΜΠΕΡΓΚ ΚΑΙ ΠΕΝΤΕΛΜΠΟΥΡΥ

Από τον τέταρτο τόμο της ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ του Δημοσθένη Κούκουνα, με θέμα "Η Κρήτη υπό Κατοχή":


Ο ΚΥΝΣΜΠΕΡΓΚ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Μόλις οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα και στις 27 Απριλίου 1941 εισήλθαν στην Αθήνα, έφθασαν δύο ειδικές αποστολές. Στη μία προΐστατο ο Γερμανός βυζαντινολόγος καθηγητής Φραντς Νταίλγκερ[1].
Παράλληλα με τη δραστηριότητα του καθηγητή Νταίλγκερ (ο οποίος σημειωτέον στη δεκαετία 1960 τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με τον τίτλο του ξένου εταίρου), η Ειδική Μονάδα Κύνσμπεργκ εμφανίσθηκε ταυτόχρονα στην Αθήνα με την πολυάριθμη σύνθεσή της, ύστερα από μια πολυήμερη παραμονή της στο Βελιγράδι όπου συνέλεξε μέρος από τα σερβικά αρχεία. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της Ειδικής Μονάδας στην Αθήνα είχε πολιτική χροιά και το πρώτο που αναζήτησε ήταν τα απόρρητα αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών, τα οποία όμως δεν ανευρέθηκαν. Οι πληροφορίες, που συγκέντρωσε για το θέμα αυτό ο Κύνσμπεργκ, ήταν ότι τα μετέφερε μαζί της η κυβέρνηση Τσουδερού στην Κρήτη. Ένα από τα ζητήματα που όλως παραδόξως απασχόλησαν την Ειδική Μονάδα ήταν και το ζήτημα της αυτοκτονίας του πρωθυπουργού Κοριζή μόλις δέκα μέρες νωρίτερα.
Επισκέφθηκαν την οικογένεια του, ζητώντας λεπτομερείς πληροφορίες αν πράγματι και πώς αυτοκτόνησε, υπαινισσόμενοι μήπως επρόκειτο για δολοφονία εκ μέρους των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών. Η χήρα του εκλιπόντος απάντησε σταθερά ότι δεν συνέβη τίποτε περισσότερο από όσα είναι ήδη γνωστά και με υπομονή έδωσε όλες τις διευκρινίσεις που της ζητήθηκαν. Τις θλιβερές εκείνες μέρες στην Αθήνα κυκλοφορούσαν ποικίλες φήμες και η γερμανική προπαγάνδα του Βερολίνου τις είχε ευχαρίστως διογκώσει και αναμεταδώσει.
Για το ίδιο θέμα αναζητήθηκαν διαφωτιστικές λεπτομέρειες και από τις αστυνομικές αρχές, οι οποίες όμως δήλωσαν πλήρη άγνοια, αφού ούτε καν ιατροδικαστική έκθεση δεν γνώριζαν να είχε συνταχθεί.
Παρόμοια έρευνα έκαναν οι Γερμανοί και για τον θάνατο του Ιωάννη Μεταξά, που είχε συμβεί τρεις μήνες πριν, με την προσδοκία ότι θα μπορούσαν να τον επιρρίψουν και αυτόν στις μυστικές υπηρεσίες των Άγγλων. Αλλά και στην περίπτωση αυτή, δεν υπήρχε κάποιο αξιόλογο και αξιόπιστο στοιχείο, εκτός από απλές και αναπόδεικτες φήμες.
Στις 3 Μαΐου και ενώ ο Χάινο Κύνσμπεργκ ερευνούσε αυτά και άλλα συναφή θέματα, πληροφορήθηκε τον θάνατο του πατέρα του και πήρε άδεια να μεταβεί στη Χαϊδελβέργη για οικογενειακούς λόγους. Στη συνέχεια πήγε στο Βερολίνο, όπου ενημέρωσε τον Γερμανό υπουργό Εξωτερικών Ρίμπεντροπ για τις κινήσεις και τα ευρήματά του. Η επόμενη αποστολή που θα αναλάμβανε θα ήταν μια πολύμορφη λεπτή αποστολή στην Κρήτη.

ΜΑΧΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

Ήδη το γερμανικό επιτελείο είχε συντάξει την «Επιχείρηση Ερμής» και την προετοίμαζε προσεκτικά. Ο Χίτλερ και οι στρατηγοί του δεν θεωρούσαν ολοκληρωμένη την κατάληψη της Ελλάδος χωρίς τη μεγαλόνησό της και, αν δεν θα είχε εξουδετερωθεί και αυτή, δεν επρόκειτο να προχωρήσουν στο επόμενο βήμα, που ήταν η κήρυξη του πολέμου κατά της ΕΣΣΔ. Επείγονταν, συνεπώς, να εκκαθαρίσουν πλήρως τον ελληνικό χώρο.
Από γερμανικής πλευράς δεν υπήρχε ειδικό ενδιαφέρον για την Κρήτη, προκειμένου να αξιοποιηθεί ως ένα κύριο στρατηγικό σημείο της Μεσογείου. Είναι χαρακτηριστικό ότι το «Φρούριο Κρήτη» μέχρι το τέλος του πολέμου, αν και το κατείχαν, οι Γερμανοί δεν το χρησιμοποίησαν στρατιωτικά. Ωστόσο το είχαν οχυρώσει πλήρως και παρά τις δυσχέρειες που τους προκαλούσε η ύπαρξη του αντιστασιακού κινήματος διέθεσαν ικανές δυνάμεις για να διατηρούν την κατοχή του.
Την άνοιξη του 1941, όμως, έπρεπε πάση θυσία να καταλάβουν τη μεγαλόνησο, ώστε να αποτρέψουν τον έλεγχό της από τους Βρετανούς. Στα χέρια των τελευταίων άλλη αξία θα είχε η Κρήτη, σε συνδυασμό και με τα άλλα δύο στρατηγικά μεγάλα νησιά της Μεσογείου, την Κύπρο και τη Μάλτα, που τα κατείχαν σταθερά. Εκδιώκοντας τους Βρετανούς από την Κρήτη, λοιπόν, μειωνόταν η στρατηγική αξία της Κύπρου και της Μάλτας, ενώ ταυτόχρονα η κατεχόμενη από τους Ιταλούς Δωδεκάνησος γινόταν ανέγγιχτη για κάθε συμμαχικό ενδιαφέρον.
Αν, αντίθετα, οι Γερμανοί θα έχαναν τελικά τον έλεγχο της Κρήτης, η άμυνα της Δωδεκανήσου γινόταν επισφαλής. Παράλληλα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι στο ενδεχόμενο αυτό άλλη θα ήταν και η συμπεριφορά της Τουρκίας, οπότε το υπό εκκόλαψη τότε Ανατολικό Μέτωπο θα είχε πάντα τα νώτα του σε κίνδυνο.
Ήταν κατανοητό λοιπόν ότι για την Κρήτη θα γινόταν εντατική προσπάθεια. Και έγινε.
Ωστόσο, τις πρώτες μέρες της Μάχης οι ίδιοι οι Γερμανοί δεν είχαν πεισθεί ότι αυτό το μέτωπο θα έκλεινε μέσα στα επόμενα 24ωρα. Παρά την πληθώρα των μέσων που είχαν αφειδώς διαθέσει, δεν μπορούσαν να γνωρίζουν πόσο επιτυχής ακριβώς ήταν η οχύρωση που είχαν ετοιμάσει οι Άγγλοι στο τελευταίο εξάμηνο. Και εδώ, θα πρέπει να αναφερθεί ότι ούτε οι ίδιοι οι Άγγλοι δεν είχαν συναίσθηση του τι είχαν πράξει. Θεωρούσαν απόρθητη την Κρήτη και αδιαφορούσαν αν θα έχουν ελληνικές δυνάμεις στο πλευρό τους, ενώ η άμυνα που είχαν προετοιμάσει ήταν διάτρητη – όπως αποδείχθηκε.
Χωρίς να υπάρχει διάθεση να εκφέρουμε αρνητικό λόγο, ουσιαστικά η μόνη άμυνα που προτάχθηκε στους Γερμανούς στην Κρήτη ήταν εκείνη των αόπλων κατοίκων της, για την οποία βεβαίως οι διεθνείς νόμοι έχουν άλλη άποψη.

Ο ΚΥΝΣΜΠΕΡΓΚ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

Στις 23 Μαΐου 1941, τρεις ημέρες μετά από την πρώτη ρίψη αλεξιπτωτιστών στην Κρήτη, ο Χάινο Κύνσμπεργκ στέλνει από την Αθήνα την απόρρητη αναφορά του προς τον προϊστάμενό του υπουργό, τον Ιωακείμ φον Ρίμπεντροπ:
«Αναφέρω ότι επέστρεψα στην Αθήνα στις 22 Μαΐου. Όπως ήδη σας αναφέρθηκε το τμήμα της Ειδικής Μονάδας, που παρέμεινε στην Αθήνα, είχε ολοκληρώσει τις προετοιμασίες του για την επιχείρηση Κρήτης και ήταν έτοιμο, σύμφωνα με τη διαταγή, να αναχωρήσει για το νησί μόλις θα επέστρεφα. Μόλις έφθασα, ο επιτελάρχης του 11ου αεροπορικού σώματος, του οποίου διοικητής είναι ο στρατηγός Στούντεντ, μου ανακοίνωσε ότι ο σταθμός διοικήσεως του Σώματος θα ήταν έτοιμος για αναχώρηση το ενωρίτερο στις 23 Μαΐου και ότι στην Κρήτη θα μεταφερόταν στις 24 Μαΐου.
Η επίσπευση της μεταφοράς της Ειδικής Μονάδας αποκλειόταν, δεδομένου ότι οι δυσχέρειες ανεφοδιασμού στην περιοχή της μάχης είναι τόσο μεγάλες, ώστε η ηγεσία θα ήταν ευτυχής αν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις αιτούμενες από τον μαχόμενο στρατό επείγουσες ενισχύσεις σε έμψυχο υλικό και πολεμοφόδια. Η προσφορότερη ευκαιρία για την Ειδική Μονάδα θα ήταν να μεταφερθεί συγχρόνως με τον σταθμό διοικήσεως του Σώματος, επειδή προηγουμένως ούτε αεροπλάνα ούτε πεδίο προσγειώσεως θα είναι διαθέσιμα. Τα μέχρι σήμερα πρώτα κύματα που στάλθηκαν τα αποτελούσαν, σχεδόν αποκλειστικά, αλεξιπτωτιστές, των οποίων οι απώλειες κατά τις εκτιμήσεις του επιτελείου του Σώματος ανέρχονται σε 50%.
Όσα αεροσκάφη μπόρεσαν να προσγειωθούν, χρησιμοποίησαν γι’ αυτό την ακτή, επειδή μέχρι τώρα δεν έχουν καταληφθεί τα αεροδρόμια ή δεν μπορούν λόγω των εχθρικών αντεπιθέσεων να κρατηθούν. Σχεδόν το ένα τρίτο των μεταφορικών αεροσκαφών που διατέθηκαν καταστράφηκαν.
Από τα 35 μεταγωγικά πλοία, που αρχικά διατέθηκαν για την επιχείρηση κατά της νήσου, τα 29 βυθίσθηκαν από τον εχθρό, ενώ τα υπόλοιπα 6 κατέφυγαν σ’ ένα λιμάνι της Πελοποννήσου.
Η αναχώρησή μας με το πρώτο αεροπλάνο του δευτέρου κύματος εξασφαλίσθηκε αμέσως μετά την επιστροφή μου στην Αθήνα».
Παρά την πεποίθησή του ότι θα προσεδαφιζόταν στην κρητική γη από τις 24 του μηνός, ο Κύνσμπεργκ μόνο στις 28 το καταφέρνει. Και αναφέρει στον προϊστάμενό του υπουργό:
«Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Μαΐου έφθασε η Ειδική Μονάδα στην Κρήτη. Κατά την προσγείωση τόσο το δικό μας αεροπλάνο, όσο και 25 άλλα, καταστράφηκαν ανεπανόρθωτα, λόγω της αθλίας καταστάσεως του πεδίου προσγειώσεως. Το πλήρωμα του αεροπλάνου και τα μέλη της Ειδικής Μονάδας διασώθηκαν όλα».
Η ολιγόλογη αναφορά του θα πρέπει να έκρυβε πολλούς μόχθους. Την ίδια μέρα δίνει με τον ασύρματο μια νεώτερη αναφορά:
«Το βράδυ της 27ης Μαΐου κατελήφθησαν τα Χανιά από τμήματα αλεξιπτωτιστών και αλπινιστών. Το πρωί της 28ης Μαΐου έφθασε η Ειδική Μονάδα στην πόλη και εγκαταστάθηκε στο διοικητήριο. Ύστερα από ανακρίσεις διαπίστωσε ότι, εκτός από τον βασιλέα, τα ακόλουθα στελέχη της κυβερνήσεως βρίσκονταν μέχρι την 20ή Μαΐου στα Χανιά: Τσουδερός, Παπαδάκης, Νικολούδης, Μανιαδάκης, Δημητράτος, Σακελλαρίου και Λεβίδης. Ο βασιλεύς, ο Τσουδερός, ο Παπαδάκης και ο Λεβίδης πρέπει να βρίσκονται ακόμη στην Κρήτη, ενώ οι άλλοι διέφυγαν στην Αίγυπτο».
Οι πληροφορίες που μεταδίδει στο Βερολίνο, δεν είναι όλες σωστές. Κατ’ αρχήν, ο βασιλεύς και ο πρωθυπουργός του ήδη είχαν φύγει και βρίσκονταν στην Αίγυπτο, ενώ ο πρεσβευτής Βασίλειος Παπαδάκης και ο αυλάρχης Δημήτριος Λεβίδης δεν θα μπορούσαν θεσμικά να θεωρηθούν ως μέλη ή έστω στελέχη της κυβερνήσεως. Αυτό σύντομα θα το διαπιστώσει αυτοπροσώπως ο Κύνσμπεργκ, καθώς από τη στιγμή που φθάνει στα Χανιά αρχίζει μια ζωτικότατη πορεία σε όλες τις περιοχές που ελέγχουν οι Γερμανοί. Στα Σφακιά, όπου επίσης έφθασε, έμαθε ότι ο Γεώργιος Β΄ και ο Τσουδερός με την ολιγομελή ακολουθία τους είχαν επιβιβασθεί σε αγγλικό πολεμικό σκάφος και είχαν εγκαταλείψει την Κρήτη. Όσες πληροφορίες συγκεντρώνει, ακόμη και τις ανεξακρίβωτες, σπεύδει να τις μεταδίδει στο Βερολίνο από τον ασύρματο που έχουν οι άνδρες του.
Η σύνθεση αυτής της Ειδικής Μονάδας δεν διέθετε μόνον επιστήμονες, εμπειρογνώμονες και γραφειοκράτες, όπως θα μπορούσε κανείς να φαντασθεί. Συμπεριλαμβάνονταν και ικανότατοι κομάντος ή έμπειροι κατάσκοποι. Και μπορεί μεν πρωταρχικός στόχος να ήταν η αναζήτηση των απορρήτων κρατικών αρχείων, τα οποία μετέφερε μαζί της η ελληνική κυβέρνηση στην περιπέτεια που ζούσε, αλλά η μονάδα του Κύνσμπεργκ δεν θα παρέλειπε να εφαρμόσει ένα σχέδιο που έλπιζαν οι Γερμανοί ότι θα κατόρθωναν: την αιχμαλωσία του Γεωργίου Β΄ και της κυβερνήσεώς του.
Μια τέτοια εξέλιξη θα είχε μάλλον εξαιρετικό πολιτικό χαρακτήρα, παρά στρατιωτικό, το δε αντίκρυσμά της θα είχε πολλαπλό πολιτικό όφελος για τη Γερμανία. Η κοινή γνώμη θα μπορούσε να πληροφορηθεί ότι ο πράγματι μοναδικός σύμμαχος της Αγγλίας της εκείνη την ώρα είχε χάσει αύτανδρη την ηγεσία του.
Έστειλε και άλλες αναφορές ο Κύνσμπεργκ προς το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών, αλλά δεν έχουν διασωθεί όλες. Η επόμενη διασωθείσα αναφορά του είναι από το Ηράκλειο, με ημερομηνία 6 Ιουνίου 1941. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα:
«Εξακρίβωσα, κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ότι ο Άγγλος υποπρόξενος Πεντέλμπουρυ, πρώην επιμελητής του Βρετανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου της Κνωσού, ήταν ο αρχηγός της Ιντέλιτζενς Σέρβις στην Κεντρική Κρήτη. Στην κατοικία του βρέθηκαν μεγάλες ποσότητες εκρηκτικών υλών, καθώς και πολύ επιβαρυντικά στοιχεία. Κλήθηκε αμέσως φωτογράφος της Υπηρεσίας Πολεμικής Προπαγάνδας, που φωτογράφησε τα ευρήματα, τα οποία στο μεταξύ φυλάσσονταν. Στη συνέχεια, σε επιτροπή που την αποτελούσαν ο στρατιωτικός διοικητής της περιφέρειας, μέλη της Ειδικής Μονάδας, ο Έλληνας νομάρχης, ο δήμαρχος και ο διοικητής της Χωροφυλακής, καθώς και ο παραμένων στο Ηράκλειο πολιτογραφημένος Άγγλος υποπρόξενος ελληνικής καταγωγής, επιδείχθηκαν τα ευρήματα, ενώ συνετάγη και υπεγράφη πρακτικό με το οποίο πιστοποιήθηκε η ανεύρεση της αποθήκης με τις εκρηκτικές ύλες. Το πρακτικό συνετάγη στα γερμανικά, ελληνικά και αγγλικά και υπογράφηκε οικειοθελώς από τους εκπροσώπους των τριών εθνών. Ο διοικητής της Μεραρχίας εξέφρασε στην Ειδική Μονάδα την ιδιαίτερη ικανοποίησή του για την ανακάλυψη της οργανώσεως που διέθετε στην Κρήτη η μυστική βρετανική υπηρεσία. Η δίωξη των πρακτόρων του Πεντέλμπουρυ – των οποίων ο κατάλογος ονομάτων, το στέλεχος αποδείξεων πληροφοριών, καθώς και άλλα στοιχεία, βρίσκονται στα χέρια μας – θα γίνει από κοινού με τις στρατιωτικές αρχές».
Αργότερα την ίδια ημέρα έστειλε ο Κύνσμπεργκ και άλλο τηλεγράφημα προς το Βερολίνο:
«Κατά την έρευνα του βρετανικού προξενείου Ηρακλείου βρέθηκε η κατωτέρω επιστολή του Βρετανού υποπροξένου Ηλιάδη, που διαβιβάσθηκε στον από το 1940 ομοίως στο Ηράκλειο υπηρετούντα υποπρόξενο και διευθυντή της Ιντέλιτζενς Σέρβις. Η επιστολή μαρτυρεί αδιαμφισβήτητα ότι από κάθε ταράτσα της “ανοικτής” πόλης του Ηρακλείου πυροβόλησαν κατά των επιτιθεμένων Γερμανών, έτσι ώστε ο βομβαρδισμός και μη στρατιωτικών στόχων να δικαιολογείται εκ των υστέρων.
Σε γερμανική μετάφραση, η επιστολή έχει ως εξής:
“Βρετανικό Υποπροξενείο Ηρακλείου
14 Μαΐου 1941
Προς τον λοχαγό Πεντέλμπουρυ
Αυτόπτες μάρτυρες με πληροφόρησαν ότι Άγγλοι στρατιώτες που διαμένουν στο ξενοδοχείο “Ελβετία” (μικρό Χαμαμάκι) πυροβόλησαν, κατά τη χθεσινή αεροπορική επιδρομή, από την ταράτσα του προαναφερθέντος ξενοδοχείου εναντίον των εχθρικών αεροπλάνων. Μια τέτοια ενέργεια, κατά τη γνώμη του αμάχου πληθυσμού, θα μπορούσε να εκληφθεί ως πρόκληση από τον εχθρό, πράγμα όμως που ευτυχώς μέχρι στιγμής δεν συνέβη.
Σας γνωρίζω τα ανωτέρω για να λάβετε τα ενδεικνυόμενα μέτρα, σε περίπτωση που συμφωνείτε με την άποψη της κοινής γνώμης.
Ηλιάδης, Βρετανός υποπρόξενος”.
Το Ηράκλειο υπέστη ευρύτατες καταστροφές από τον βομβαρδισμό».
Όταν λίγο αργότερα, η Ειδική Μονάδα Κύνσμπεργκ ολοκλήρωσε τις ανακρίσεις γύρω από την υπόθεση και αφού πείσθηκε ότι ο Πεντέλμπουρυ δεν βρισκόταν εν ζωή, οι Γερμανοί εξόρισαν τον Ηλιάδη σε άλλη ελληνική πόλη και συγκεκριμένα στον Βόλο.
Στάλθηκε εκεί μαζί με την οικογένειά του και τελούσε υπό περιορισμό. Αν και βαθύπλουτος ο ίδιος, στη συγκεκριμένη περίοδο της ζωής του και με τις υπάρχουσες συνθήκες, ο Ελληνοβρετανός πρόξενος κυριολεκτικά δεν είχε να φάει στον Βόλο και τη σίτισή του ανέλαβε το Δημοτικό Συμβούλιο Βόλου. Σημειωτέον ότι η αδελφή του Ντομινή, που ήταν αδελφική φίλη της Έλενας Σκυλίτση-Βενιζέλου, είχε ως σύζυγο τον περίφημο Βρετανό πολιτικό Λόρδο Άρθουρ Κρόσφιλντ και αυτό μπορεί να είναι μια λογική εξήγηση για τη σταθερή φιλελληνική στάση του τελευταίου στα κρίσιμα χρόνια μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.

ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ

Όπως ήδη γνωρίζουμε, η αποστολή της Ειδικής Μονάδας Κύνσμπεργκ είχε ιδιαίτερους και κυρίως πολιτικούς και πολιτιστικούς στόχους, αλλά μόνον οικονομικούς στόχους δεν είχε. Αυτό πάντως δεν την εμπόδισε να συγκεντρώσει μια σημαντική ποσότητα χρυσών και ασημένιων νομισμάτων, καθώς και τιμαλφών. Έχοντας δεδομένη την εξουσία να διενεργεί ό,τι είδους έρευνες ήθελε, έφθασε στο θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας της Ελλάδος στο Ηράκλειο, όπου εντόπισε έναν αμύθητο θησαυρό. Έσπευσε να τον καταμετρήσει και να τον κατασχέσει.
Η ελληνική κυβέρνηση ίσως από αμέλεια κάποιων υπευθύνων ή το πιθανότερο από βιασύνη, είχε ξεχάσει αυτόν τον θησαυρό στα υπόγεια του υποκαταστήματος Ηρακλείου. Όπως αναφέρει ο Γερμανός αξιωματούχος, επρόκειτο προφανώς για έσοδα εράνων, μάλλον υπέρ της αεροπορίας θα προσθέταμε εμείς.
Στις 7 Ιουνίου λοιπόν ο Κύνσμπεργκ τηλεγραφούσε στο Βερολίνο:
«Ενώ διαρκούσε η έρευνα για τα κρατικά αρχεία, η Ειδική Μονάδα του υπουργείου Εξωτερικών ανακάλυψε στις 5 Ιουνίου στο Ηράκλειο, στο θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας της Ελλάδος 91,502 κιλά χρυσού και 127,075 κιλά αργύρου σε νομίσματα, καθώς και ένα μεγάλο και πέντε μικρά κιβώτια γεμάτα χρυσό, άργυρο και κοσμήματα από τα αποθέματα που προορίζονταν για τις ελληνικές αμυντικές δαπάνες. Παραδόθηκαν προς φύλαξη στον στρατιωτικό διοικητή, ταγματάρχη Τρέεκ, μαζί με το κλειδί του θησαυροφυλακίου. Προτείνω ο πληρεξούσιος του Ράιχ για την Ελλάδα να παραλάβει με αντιπρόσωπό του τα ευγενή αυτά μέταλλα».
Οπωσδήποτε δεν ήταν το κύριο μέλημα του Γερμανού Κύνσμπεργκ η αναζήτηση θησαυρών σε μια κατεχόμενη χώρα. Το πρώτιστο ενδιαφέρον του ήταν η ανεύρεση των απορρήτων του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών και συνεχίζει αυτό να το ψάχνει σε όλες τις μεγάλες κρητικές πόλεις. Στο τηλεγράφημά του της 8ης Ιουνίου 1941 προς τον Ρίμπεντροπ αναφέρει:
«Στην προσπάθεια για την ανακάλυψη των κρατικών αρχείων που μεταφέρθηκαν από την Αθήνα στην Κρήτη, ερευνήθηκαν λεπτομερώς από την Ειδική Μονάδα οι παράλιες πόλεις Ηράκλειο και Ρέθυμνο.
Στο Ηράκλειο για πολλές μέρες ερευνήθηκαν τα δημόσια κτίρια, οι τράπεζες, βιομηχανικές εγκαταστάσεις, οι λιμενικές αποθήκες και τα βρετανικά ιδρύματα και έγιναν εξονυχιστικές ανακρίσεις των δημοσίων υπαλλήλων που υπηρετούσαν εκεί. Απ’ αυτές, προέκυψε ότι η κυβέρνηση Τσουδερού παρέμεινε μόνο για ένα 24ωρο στο Ηράκλειο, ύστερα δε μεταφέρθηκε στον όρμο της Σούδας. Βεβαιώθηκε επίσης εδώ ότι σε όλη τη διάρκεια της παραμονής της στο νησί, διατηρούσε την έδρα της στα Χανιά.
Με τις σύμφωνες μαρτυρίες του νομάρχη, του δημάρχου, των άλλοτε στελεχών της Χωροφυλακής και των εδώ εγκατεστημένων Γερμανών, στο Ηράκλειο μεταφέρθηκαν μόνον αποθέματα χρυσού και αργύρου και όχι τα κρατικά αρχεία.
Για τη μεταφορά των αρχείων από τα Χανιά και τον όρμο της Σούδας στο Ρέθυμνο ή το Ηράκλειο, μετά από την κάθοδο των αλεξιπτωτιστών δεν υπήρχε καμιά δυνατότητα να γίνει, αφού ο μοναδικός από ανατολών προς δυσμάς δρόμος είχε αποκλεισθεί λόγω των πολεμικών επιχειρήσεων, ενώ και στις τρεις πόλεις διεξάγονταν σφοδρές μάχες. Εξ άλλου, όπως κατέθεσαν όλοι οι μάρτυρες, από τη γερμανική απόβαση και τις σφοδρές αεροπορικές επιθέσεις επικρατούσε γενική σύγχυση, που καθιστούσε αδύνατη τη μεταφορά των αρχείων προς την κατεύθυνση αυτή. Ο ίδιος ο βασιλεύς και το στενό του περιβάλλον, Τσουδερός, Παπαδάκης και Λεβίδης, υποχρεώθηκαν να διαφύγουν προς νότον πεζοπορώντας μέσα από τα βουνά».
Δεν θα πρέπει να παραγνωρισθεί ότι οι Γερμανοί διέθεταν καλή πληροφόρηση για την Κρήτη πριν καν αρχίσει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, αφού από ετών είχαν εγκαταστήσει ένα ευάριθμο κατασκοπευτικό δίκτυο στις κυριότερες πόλεις του νησιού, κατ’ εξοχήν δε στο Ηράκλειο και τα Χανιά. Το δίκτυο αυτό, παρά τις προσπάθειες της ελληνικής αντικατασκοπίας, που εντάθηκαν μετά την έναρξη της γερμανικής εισβολής στις 6 Απριλίου 1941, και παρά τις παρασκηνιακές κινήσεις της βρετανικής κατασκοπείας τοπικά, εξακολουθούσε να λειτουργεί ακόμη και κατά την εκδήλωση της γερμανικής εισβολής στο νησί. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι άνθρωποι των Γερμανών διατηρούσαν μέσω ασυρμάτου επικοινωνία, ώστε να δίνουν καθημερινή ενημέρωση, αν και με τις καθημερινές αεροπορικές πτήσεις της Λουφτβάφε πάνω από την Κρήτη συνέλεγαν πρόσθετα στοιχεία.
Όπως είναι επόμενο, μόλις επεκράτησαν οι Γερμανοί στην Κρήτη, το δίκτυο αυτό ανασυστήθηκε και ανανεώθηκε, επιστρατεύοντας και νέα πρόσωπα. Συνεπώς ο Κύνσμπεργκ μπορούσε να έχει αξιόπιστες πληροφορίες για τα θέματα που τον ενδιέφεραν από ασφαλείς πηγές, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι διέθετε την εξουσία να πραγματοποιεί ανακρίσεις και να συλλέγει γραπτές καταθέσεις.
Οι Γερμανοί στην επίθεσή τους κατά της Κρήτης χρησιμοποίησαν για πρώτη (και τελευταία) φορά κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου το σώμα των αλεξιπτωτιστών, επιδιώκοντας να έχουν μια αιφνιδιαστική και ταχεία νίκη. Επιδίωξή τους ήταν όμως να επιτύχουν και κάποιο εντυπωσιακό στοιχείο, όπως π.χ. η ενδεχόμενη σύλληψη του Γεωργίου Β΄. Περί τον στόχο αυτόν είχαν οργανώσει ολόκληρη εκστρατεία, όπως προέκυψε. Είχαν εντοπίσει το ακριβές σημείο όπου κατοικούσε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κρήτη (στη βίλα Πελακαπίνα), που έγινε βασικός στόχος και όταν εκδηλώθηκε η επίθεση έπεσαν πολλοί αλεξιπτωτιστές γύρω από τη βίλα, που είχαν στον λαιμό ένα μαντήλι με τοπικό χάρτη και με την ένδειξη στα γερμανικά «Εδώ ο βασιλιάς». Μόλις το προηγούμενο βράδυ είχε απομακρυνθεί ο βασιλιάς, ύστερα από επίμονα και πιεστικά διαβήματα του Νεοζηλανδού στρατηγού Φράυμπεργκ, αφού η εισβολή αναμενόταν επί μία εβδομάδα, σύμφωνα με τις αγγλικές πληροφορίες.
Πόσο κοντά βρέθηκαν οι Γερμανοί και σε άλλες περιπτώσεις στη συνέχεια, διαπιστώνεται και από άλλες μαρτυρίες. Ο διπλωμάτης Βασίλειος Παπαδάκης, ο οποίος ανήκε στη συνοδεία του βασιλέως κατά την περιπλάνησή του στα κρητικά βουνά και ο οποίος ήταν εκείνος που είχε την ευθύνη των απορρήτων κρατικών αρχείων, συνελήφθη από Γερμανούς αλεξιπτωτιστές. Ο Β. Παπαδάκης, που μέχρι τότε ήταν στη διοίκηση της ΕΟΝ (δηλ. της Νεολαίας του Μεταξά) επίσημα αποσπασμένος και που, παρ’ όλα όσα είχαν μεσολαβήσει, φορούσε και τη μαύρη στολή αξιωματούχου της Νεολαίας, κατόρθωσε να δραπετεύσει από τους αλεξιπτωτιστές και ύστερα από περιπετειώδη πορεία παράλληλη προς εκείνη της υπόλοιπης βασιλικής συνοδείας ενώθηκε μαζί της για να καταλήξουν όλοι μαζί στην Αγία Ρουμέλη.

Ο ΛΩΡΕΝΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Ιπποτικός ο Γερμανός αξιωματούχος μιλάει για τον άγνωστο αντίπαλό του, τον Τζων Πεντέλμπουρυ, που είχε αφήσει μέχρι τότε τις καλύτερες εντυπώσεις, όπως παραδέχεται. Τον θεωρεί ως τον «Λώρενς της Κρήτης», που θα μπορούσε να κρατήσει σε αναστάτωση τον πληθυσμό της Κρήτης αν εξακολουθούσε να ζει. Με θαυμασμό περιγράφει όσες από τις δραστηριότητες του Βρετανού αρχαιολόγου-κατασκόπου μπόρεσε να πληροφορηθεί, χωρίς να παραλείπει να τονίζει προς τους ανωτέρους του ότι η τυχόν παρουσία του στην Κρήτη θα προκαλέσει ανταρτοπόλεμο όχι μόνο στη μεγαλόνησο, αλλά και στα γειτονικά Δωδεκάνησα που κατείχε η Ιταλία.
Στις 8 Ιουνίου ο Κύνσμπεργκ κάνει μια ανακεφαλαίωση στη νέα αναφορά του που στέλνει στο υπουργείο Εξωτερικών:
«Κατά την αναζήτηση των αρχείων του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών που μεταφέρθηκαν στην Κρήτη, ερευνήθηκε επίσης και το αγγλικό υποπροξενείο του Ηρακλείου, καθώς και η βίλα Αριάδνη, έδρα της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Κνωσό. Εξακριβώθηκε έτσι ότι πρώην επιμελητής και μόνιμος συνεργάτης του ινστιτούτου αυτού Τζων Πεντέλμπουρυ, που τον Ιούνιο του περασμένου έτους διορίσθηκε ως δεύτερος Βρετανός υποπρόξενος στο Ηράκλειο, είχε τη διεύθυνση της Ιντέλιτζενς Σέρβις για την Κεντρική Κρήτη, με έδρα το Ηράκλειο. Ο Πεντέλμπουρυ γεννήθηκε το 1904 στο Λονδίνο και επί πέντε χρόνια εργάσθηκε στις ανασκαφές της Κνωσού. Γνώρισε έτσι καλώς τη χώρα και τους ανθρώπους της και απέκτησε τέλεια γνώση της νεοελληνικής. Στον επιστημονικό κόσμο είχε γίνει ευφήμως γνωστός με το ογκώδες έργο του “Η αρχαιολογία της Κρήτης”. Ο Πεντέλμπουρυ ήταν λοχαγός του βρετανικού στρατού και όταν η Κρήτη απέκτησε ιδιαίτερη σημασία, λόγω της θέσεώς της στη Μεσόγειο, τοποθετήθηκε κοντά στον ελληνικής καταγωγής υποπρόξενο Ηλιάδη, αδελφό της Λαίδης Κρόσφιλντ. Υπό το πρόσχημα του ερευνητή και προξενικού υπαλλήλου κατεύθυνε τους ποικίλους και πολύμορφους ιστούς μιας υπηρεσίας πολιτικών πληροφοριών.
Κατά την έρευνα της κατοικίας του, που βρίσκεται στην παλαιά συνοικία του Ηρακλείου, σε μια απλή και εξωτερικά ασήμαντη οικία, εκτός από σπουδαία έγγραφα, ανακαλύφθηκε μεγάλη αποθήκη εκρηκτικών υλών, χειροβομβίδων, όπλων και πυρομαχικών. Η αποθήκη επιδείχθηκε αμέσως σε επιτροπή αποτελούμενη από ένα μέλος της Ειδικής Μονάδας, του υπουργείου Εξωτερικών, τον στρατιωτικό διοικητή Ηρακλείου ταγματάρχη Τρέεκ, τον Έλληνα νομάρχη Ηρακλείου, τον δήμαρχο, τον διοικητή της Χωροφυλακής, καθώς και τον Βρετανό υποπρόξενο Ηλιάδη. Η ύπαρξη του πολεμικού υλικού βεβαιώθηκε με πρακτικό που συνετάγη σε τρεις γλώσσες, ενώ η αποθήκη φωτογραφήθηκε.
Η προκαταρκτική εξέταση των ανευρεθέντων εγγράφων εμφανίζει την πολυμάθεια, την ευρύτητα των σχέσεων και τη βαρύτητα των σχεδίων του απεσταλμένου αυτού, ο οποίος κατόρθωσε μέσα σε ελάχιστο χρόνο να οργανώσει εκτεταμένο δίκτυο πρακτόρων, όπως προκύπτει και από τις φωτογραφίες οπλισμένων πολιτών με αφιερώσεις προς τον Πεντέλμπουρυ. Στα χέρια μας περιήλθε ένας κατάλογος 13 πρακτόρων, ταυτότητες και αποδείξεις που υπέγραφαν οι πράκτορες για τα ποσά που έπαιρναν.
Ιδιαίτερη εντύπωση μας προξένησαν τα μεγάλα ποσά που διέθετε για πληρωμή των πρακτόρων, οι οποίοι έφερναν πληροφορίες από τη Δωδεκάνησο. Βάσει ενός σημειωματαρίου καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι προπαρασκευαζόταν η κατάληψη της Δωδεκανήσου από τους Άγγλους. Από άλλο σημείωμα προκύπτει ότι σχεδίαζε την αγορά πλοίου για τη συλλογή πληροφοριών απ’ αυτή την περιοχή.
Από ιδιωτικές επιστολές του εξάγεται ότι τα σχέδια του Πεντέλμπουρυ απέβλεπαν στην οργάνωση με κάθε μέσον αντιστάσεως στην Κρήτη, ώστε έτσι να επιδιωχθεί η κατάληψη όχι μόνο των Δωδεκανήσων, αλλά και άλλων ελληνικών νησιών.
Για τον Πεντέλμπουρυ ήταν δεδομένο ότι για την επιτυχία του σκοπού αυτού θα έπρεπε να βοηθήσουν οι Κρητικοί κάθε ηλικίας και τάξεως. Στις 5 Μαΐου γράφει επί λέξει στη σύζυγό του: “Το ηθικό των Κρητικών, όπως θα μπορούσες να προβλέψεις, είναι υπέροχο. Μπλάκετ, πού είναι οι στρατιώτες της Κρήτης; Λένε ότι πολεμούν ακόμη στην Πελοπόννησο διεξάγοντας ανταρτοπόλεμο, αλλά θα ήθελα να τους είχα εδώ, ώστε οι καπεταναίοι μας (όρος που δηλώνει τον αρχηγό ομάδος ανταρτών) να πολεμήσουν στα βουνά, ακόμη μάλιστα και οι γυναίκες και τα κορίτσια, αν χρειασθεί, όπως έγινε και στην Πίνδο”. Και: “Θα είναι μεγάλο γλέντι να πάρουμε πίσω την Ελλάδα και τα νησιά και να κατακτήσουμε τα Δωδεκάνησα, το όνειρό μου από πολλά χρόνια όπως ξέρεις”. Για ένα τέτοιο σκοπό οι δαπάνες δεν υπολογίζονταν. Ο Πεντέλμπουρυ σημείωσε ότι το ποσόν στων 400.000 λιρών στερλινών ήταν απαραίτητο για την εργασία στον τομέα της αρμοδιότητάς του.
Από τις αποδείξεις που ανέφερα, προκύπτει ότι σ’ έναν μόνο πράκτορα κατέβαλε τον Ιούνιο του περασμένου χρόνου δρχ. 47.000, ενώ κατά τους τελευταίους τρεις μήνες του 1940 δαπάνησε συνολικά δρχ. 71.400 σε αμοιβές πρακτόρων που του έδωσαν πληροφορίες από τη Δωδεκάνησο. Στον απολογισμό του έχει εγγράψει 302.000 δρχ. για αμοιβές πρακτόρων έναντι 40.000 δρχ. μόνο για έξοδα ταξιδίων και γραφείου. Εκτός απ’ αυτά, σύμφωνα με μη αποδεικνυόμενες γραπτώς αποδείξεις, πρέπει να πλήρωσε σε κάθε ημερήσια εφημερίδα του Ηρακλείου από 100.000 δρχ. Για να επιτύχει στον σκοπό του ο Πεντέλμπουρυ δεν δίσταζε σε τίποτε, όπως αποδεικνύουν οι αποδείξεις εξαγοράς δημοσίων υπαλλήλων και η διανομή χρυσών ρολογιών για ανταμοιβή εκδουλεύσεων.
Οι προσωπικές σημειώσεις του Πεντέλμπουρυ σε επιστημονικά θέματα και ένα ημερολόγιο αποδεικνύουν το υψηλό επίπεδο της μορφώσεώς του, τη μεγάλη εμπειρία του και την ακριβολογία του. Στις φωτογραφίες άλλοτε παρουσιάζεται ως αρχαιολόγος που ασχολείται με επιστημονικές εργασίες, άλλοτε ως υποπρόξενος, άλλοτε ως αξιωματικός ένστολος και άλλοτε με κρητική τοπική ενδυμασία. Πολλές ενθουσιώδεις επιστολές δείχνουν ότι κατόρθωσε να θεωρείται σε ευρείς κύκλους της Κρήτης, ως πρόμαχος της ελευθερίας του νησιού.
Επειδή η κατοικία και το γραφείο του Πεντέλμπουρυ βρίσκονται στο τμήμα της πόλης, που υπέφερε τα μέγιστα από τους γερμανικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς, αυτός ή θα σκοτώθηκε από τους βομβαρδισμούς ή θα τραυματίσθηκε ή δεν θα μπόρεσε να εισέλθει στην κατοικία του περιβαλλόμενη από ερείπια που καίνε, ώστε να καταστρέψει τα ίχνη της δράσεώς του. Κατά τις μεταγενέστερες έρευνές μας επανειλημμένα ακούσαμε να λέγεται ότι βρισκόταν τραυματισμένος στα βουνά, όπου του παρείχαν περίθαλψη. Διατάχθηκε από μας να εξακριβωθεί αν ο Πεντέλμπουρυ βρισκόταν μεταξύ των αιχμαλώτων Άγγλων αξιωματικών και αν όχι να γίνει από τις στρατιωτικές αρχές μεγάλης εκτάσεως έρευνα για την ανακάλυψή του.
Για την παρουσία μελών της Ειδικής Μονάδας στο Ηράκλειο ενημερώθηκε ο διοικητής της Ορεινής Μεραρχίας στρατηγός Ρίνγκελ.
Αποφασίσθηκε να ζητηθεί η αποστολή από την Αθήνα ενός αξιωματικού της υπηρεσίας αντικατασκοπίας για να του ανατεθεί η δίωξη των Άγγλων πρακτόρων. Θα μπορούσε αυτός με κατάλληλες ενέργειες να εξακριβώσει και τον τόπο που μένει ο Πεντέλμπουρυ, αν εξακολουθεί να βρίσκεται εν ζωή. Ενόσω κυκλοφορεί ελεύθερος στην Κρήτη, η ειρήνευση του νησιού δεν είναι εξασφαλισμένη. Εκτός απ’ αυτό, η σύλληψή του θα δώσει τη δυνατότητα ώστε να πληγεί σε νευραλγικό σημείο το δίκτυο της αγγλικής κατασκοπείας. Η μυστική αντίσταση της Κρήτης θα εξασθενούσε σημαντικά αν συλλαμβανόταν αυτός ο άνθρωπος, που έχει όλες τις ικανότητες για να γίνει ο Λώρενς της Κρήτης και που η δράση του κατόρθωσε να κάνει τον πληθυσμό να συμμετάσχει στον αγώνα κατά των γερμανικών στρατευμάτων».
Αλλά οι ανησυχίες του ιπποτικού Κύνσμπεργκ για τον «Λώρενς της Κρήτης», που καθόλου αβάσιμες δεν δείχνουν, είναι μάταιες. Ο Βρετανός αρχαιολόγος έχει ήδη χάσει τη ζωή του, μια είδηση που την υποπτεύεται αλλά δεν την έχει διασταυρώσει ο Γερμανός αντίπαλος και θαυμαστής του.
[1] Αναλυτικότερα βλ. Λαβύρινθος, τεύχος Μαρτίου 2004. Η συγκεκριμένη αποστολή της αποστολής Νταίλγκερ ήταν να συγκεντρώσει στοιχεία για τα πολιτιστικά κειμήλια του Αγίου Όρους, τα οποία με ταχύτατους ρυθμούς καταγράφηκαν και φωτογραφήθηκαν. Οι Γερμανοί ειδικοί της αποστολής είχαν την κρυφή ελπίδα ότι θα εντόπιζαν σε κάποιο ερμάριο κάποιου αγιορείτικου μοναστηριού το περίφημο «Άγιο Δισκοπότηρο», αλλά τελικά δεν δικαιώθηκε μια τέτοια προσδοκία. Είναι αξιοσημείωτο ότι μέχρι τώρα, αν και έχουν μεσολαβήσει τόσα χρόνια, καμιά αρμόδια ελληνική υπηρεσία, καμιά εκκλησιαστική ή άλλη αρχή και κανένας ενδιαφερόμενος ακαδημαϊκός δεν έχουν αναζητήσει τις χιλιάδες φωτογραφιών που είχαν ληφθεί και τους επιστημονικούς καταλόγους που είχαν συνταχθεί...

αλήθεια & κατοχή

Ατέλειωτα είναι τα δημοσιεύματα που επιχειρούν να επιβάλουν απόψεις, να μυθολογήσουν, να ωραιοποιήσουν θλιβερές αναμνήσεις ή ακόμη και συνειδητά να στρεβλώσουν την ιστορική αλήθεια αναφορικά με την περίοδο της γερμανοϊταλικής κατοχής 1941-44.
Σ' αυτόν τον χώρο θα εστιάσουμε για να αναδείξουμε θέματα, να ξεκαθαρίσουμε γεγονότα και να βγάλουμε συμπεράσματα. Θέλουμε να παρουσιάσουμε τα σημαντικότερα στοιχεία που νομίζουμε ότι αξίζει να γνωρίσουμε και να ερευνήσουμε. Κάθε συνεισφορά ευπρόσδεκτη και κάθε διαλογική συζήτηση ωφέλιμη.
Στα τελευταία χρόνια γίνεται μια πολύ βαθιά προσέγγιση στη σύγχρονη ιστορία από τον ιστορικό Δημοσθένη Κούκουνα, που ασχολείται με την έρευνα της δεκαετίας '40. Θα αναδημοσιεύσουμε ορισμένα κείμενά του για συζήτηση.